πρωτοξάδερφος

πρωτοξάδερφος
η, θηλ. πρωτοξαδέρφη, Ν
βλ. πρωτεξάδελφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτεξάδελφος — ο, ΝΜ, και πρωταξάδερφος και πρωτεξάδερφος και πρωτοξάδερφος, θηλ. πρωτεξαδέλφη και πρωτεξαδέρφη και πρωτεξαδέρφισσα και πρωτοξαδέρφη Ν 1. ο πρώτος εξάδελφος, το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής ενός από τους δύο γονείς 2. (ως ουδ. στον πληθ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοξάδελφος — ο θηλ. δέλφη και πρωτοξάδερφος θηλ. δέρφη σχέση συγγενική ανάμεσα στα παιδιά δύο αδελφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”